ἀκατάστροφος

ἀκατάστροφος
ἀκατάστροφος
never-ending
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατάστροφος — ἀκατάστροφος, ον (Α) [καταστρέφω] 1. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ο συνεχής 2. αυτός που δεν τελειώνει όπως πρέπει, που δεν έχει ωραίο τέλος (αποδίδεται σε ύφος η σε περίοδο τού λόγου) …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταστρόφως — ἀκατάστροφος never ending adverbial ἀκατάστροφος never ending masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάστροφον — ἀκατάστροφος never ending masc/fem acc sg ἀκατάστροφος never ending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόρυφος — η, ο (Α ἀκόρυφος, ον) [κορυφή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχή «ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.) 2. ο αναρίθμητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”